- σιγκέλ(λ)ωση
- η, Νιατρ. εντερική πάθηση, δυσεντερία τών ανθρώπων και τών ζώων, η οποία οφείλεται στα βακτήρια σιγκέλες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. λ., πρβλ. αγγλ. shigellosis < shigella «σιγκέλ(λ)α» + κατάλ. -osis (< -ωσις)].
Dictionary of Greek. 2013.